Οι φωνές, οι ηχογραφημένες φωνές νεκρών, πνοές των φωνών, εν προκειμένω η διάσημη (voce passione) του Demetrio Stratos, η voce divina της Μαρία Κάλλας, η υπερφωνή του agro-rocker Τάκη Καρναβά, η φωνή του εμιγκρέ Κώστα Χρόνη, είναι κάτι παραπάνω από απλή αποτύπωση σε δίσκους βινυλίου, είναι ηχητικές συνιστώσες που δυναμιτίζουν την παροδική νηνεμία…, δημιουργούν μαρμαρυγές, κύκλους, κυματώσεις, φοβίζουν ως φωνές επελθούσης κρίσης, τρομάζουν τα αγριοπούλια που πετούν προς τον Νότο…, η ομίχλη υποχωρεί, το τοπίο κόβεται στα δύο…O μαύρος δίσκος βινυλίου (locus) αναμένει μια αιχμή για να ηχήσει, ν’ αναστηθεί η φωνή χωρίς βιβλικές εκλαμπρύνσεις. Μ’ έναν κυνόδοντα σαρκοβόρου, με τα νύχια του αρπαχτικού, με το αγκάθι ενός ρόδου, με τον αθάνατο εν είδει βελόνας… Οι δίσκοι αναγορεύονται σε τόπους απελευθέρωσης.Τέσσερις DJ, ο Π. Χαραλάμπους, ο Ά. Κράλλης, ο Π. Πανόπουλος, ο Β. Χαραλαμπίδης, αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν ένα ηχητικό περιβάλλον δοκιμιακότητας, συγχύσεων, αυτοσχεδιασμού, διευθετήσεων… Τζαμάρουν, διαφωνούν, συμφωνούν…, διασκεδάζουν. Το υλικό, μικρά προγράμματα… εντός μιας διευρυμένης ηχητικής κοινότητας… σχεδόν χωρίς έδαφος.Πάνος ΧαραλάμπουςNοέμβριος 2016«Πού πάνε οι φωνές όταν δεν τις ακούµε πια;» Για περισσότερο από έναν αιώνα πήγαιναν στις πλάκες γραµµοφώνου, στα σαρανταπεντάρια, στους δίσκους βινυλίου, αλλά και σε µερικούς ιδιαίτερους, χειροποίητους δίσκους 78 στροφών, στους οποίους µπορούσες µόνος σου να εγγράψεις τη φωνή σου και να τη στείλεις στους δικούς σου, όσο µακριά κι αν ζούσαν. Οι µετανάστες στην Αµερική τούς χρησιµοποίησαν πολύ, εµπιστεύτηκαν τις στροφές τους για να οδηγήσουν τις φωνές τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.Τι κάνει ένας συλλέκτης δίσκων-καλλιτέχνης όταν ανακαλύψει ένα τέτοιο αρχείο σ’ έναν ξεχασµένο σωρό ενός παλαιοπωλείου της Αθήνας; Τι ευθύνη αναλαµβάνει απέναντι στις φωνές που µιλούν, αλλά και απέναντι στα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται; Τι είδους σχέση µπορεί εκείνος, ο Πάνος Χαραλάµπους, που γεννήθηκε το 1955 στην Αιτωλοακαρνανία, να αναπτύξει µαζί τους; Πώς οφείλει να διαχειριστεί την ευάλωτη ζωή των φωνών; Κι αν αποφάσιζε να τις επιστρέψει στους αρχικούς τους αποδέκτες; Πώς; Πού; Και πότε να το κάνει;Το κάθε παίξιµο αυτών των δίσκων τούς φθείρει ανεπανόρθωτα. Οι φωνές τους έχουν χαραχτεί σε ευαίσθητο υλικό, ευάλωτο στον χρόνο και στη διάρκεια. Κάθε προσωρινή ανάστασή τους συντείνει στην ολοκληρωτική τους εκµηδένιση, µπορούν να υπάρξουν µόνο αν κάποιος αναλάβει την ευθύνη της επισφαλούς ύπαρξής τους, αν αποδεχτεί την πορεία τους προς την καταστροφή για να τις αναστήσει για µια ακόµα φορά, αν αναδεχτεί τη ζωή τους παρακάµπτοντας τον φόβο του θανάτου τους.Υπάρχουν αναστάσεις, όµως, που αξίζουν περισσότερο από άλλες; Η βελόνα δεν σκαλώνει µε τον ίδιο κάθε φορά τρόπο στις εγκοπές: οι φωνές µπορεί να επιστρέψουν διαυγέστερες κάποιες φορές, παρά τον θόρυβο από το υλικό του δίσκου, τις βαθιές χαρακιές και τα οδυνηρά γδαρσίµατα. Αρκεί να ακουστούν στο σωστό δωµάτιο, εκεί όπου ίσως πρωτακούστηκαν, κάτω από τις φωτογραφίες που διασώζουν την εικόνα των προσώπων που µιλούν, όταν εντέλει συναντηθούν αυτές οι εικόνες µε τις φωνές τους και µε τις ζωντανές φωνές αυτών που µπορούν να τις αναγνωρίσουν, όταν η µνήµη µιλήσει. Αυτά τα φωνητικά µνηµεία, αποµεινάρια αλλά και ανάσταση φωνών, είναι το «µαύρο µάρµαρο» του περασµένου αιώνα.Παναγιώτης Πανόπουλος
The voices, the recorded voices of the dead, vocal breaths, in this case the famous (voce passione) of Demetrio Stratos, the voce divina of Maria Callas, the super-voice of the agro-rocker Takis Karnavas, the voice of the migrant Kostas Chronis, are much more than a simple printing in vinyl records, they are sonic components that bomb the temporary calmness…, they create gleamings, circles, tidal waves, they scare as voices of a coming crisis, they frighten the wildbirds that fly to the South…, the fog is dispersed, the landscape is cut in two…The black vinyl record (locus) is expecting a stylus in order to resound, so that the voice will be resurrected without any biblical splendors. With the dogtooth of a carnivore, the nails of a predator, with a rose-thorn, an agave-leaf as a needle… The records are proclaimed to be places of liberation.Four DJs, P. Charalambous, V. Charalambidis, A. Krallis, P. Panopoulos, assume the quest to create a “sound environment” of testing, agitation, improvisation, rearrangement… Τhey meet for a jam session, they disagree, they agree with one another…, they have fun. The material, minor programmes…, inside a widened sound community… almost without territory.Panos CharalambousNovember 2016“Where do voices go when we no longer hear them?” For more than a century they would go on gramophone records, 45 rpm singles, and 12-inch vinyl LPs, but also on some very special, handmade 78 rpm records, the 10-inch acetates, which you could use to record your own voice and send to your familiars, no matter how far away they lived. Specifically, emigrants in America used them often, relying on their grooves to carry their voices across the Atlantic.What does a collector-artist do when he discovers such an archive of records in the forgotten stacks of a secondhand shop in Athens? What kind of responsibility does he assume toward these voices, or toward the people they address? What kind of relationship can he, Panos Charalambous, born in 1955 in Aetolia-Acarnania, Greece, form with them? How should he handle the vulnerable life of these voices? And, if he decided to return them to their original recipients, when, where, and how to do so?Every time these records are played, they are irreparably worn. The voices have been engraved on sensitive material, susceptible to time and duration. Every temporary resurrection promotes their total annihilation; they can only exist if one assumes responsibility for their precarious existence, accepting their course to destruction by resurrecting them one more time; taking their lives into one’s hands and brushing aside the fear of their death.Are some resurrections, however, more valuable than others? The needle does not catch in the grooves the same way each time: the voices may return even more clearly, despite the noise from the material of the record itself, from the deep cuts and the painful scratches. It may only take the right room, perhaps the room where the voices were first listened to, under the photographs that preserve the image of the people speaking, when images finally meet their voices once again, along with the living voices of the people who recognize them, for memory to speak. Ruins as well as resurrections, these vocal monuments are the “black marble” of the last century.Panayotis Panopoulos